- ἱεροσύλημα
- -ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,39sacrilegious plunder; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ιερόσυλημα — το (Α ἱεροσύλημα) [ιεροσυλώ] νεοελλ. το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό αρχ. η ενέργεια τού ιεροσυλώ*, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία … Dictionary of Greek
ἱεροσυλημάτων — ἱεροσύλημα sacrilegious plunder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
священнограбительство — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἱεροσύλημα) похищение священных, церковных вещей… … Словарь церковнославянского языка